Εγκεφαλικά Ημισφαίρια, πως επηρεάζουν τη μοναδικότητα;
Δύο διαφορετικοί τρόποι αντίληψης και λειτουργίας στο κόσμο!
Στα περισσότερα όντα ο εγκέφαλος χωρίζεται σε δύο μισά μέρη – τα Εγκεφαλικά Ημισφαίρια. Ενώ στα περισσότερα ζώα τα ημισφαίρια είναι όμοια και λειτουργούν συμμετρικά, στον άνθρωπο, τα εγκεφαλικά ημισφαίρια αναπτύσσονται και λειτουργούν ασύμμετρα. Πλήθος ερευνών αποδεικνύουν ότι οι άνθρωποι διαφέρουν στη σχετική δραστηριοποίηση των δύο ημισφαιρίων.
Τι σημαίνει πρακτικά αυτό όμως και πως επηρεάζει τη μοναδικότητα του κάθε ατόμου;
Μέχρι τα μέσα του 1940, η πιο διαδεδομένες θεωρίες των Εγκεφαλικών Ημισφαιρίων, υποστήριζαν ότι το αριστερό ημισφαίριο των δεξιόχειρων ανθρώπων είναι το επικρατέστερο για όλες τις ανώτερες λειτουργίες του εγκεφάλου τους. Όμοια, το δεξί ημισφαίριο θεωρούνταν το επικρατέστερο για τους αριστερόχειρες.
Μία σχετική έννοια στις έρευνες γύρω από τα εγκεφαλικά ημισφαίρια, είναι η έννοια της ‘Πλευρίωσης’.
Η Πλευρίωση αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο είναι οργανωμένες οι λειτουργίες του αριστερού ημισφαιρίου και σχετίζεται με το ποια πλευρά του σώματος χρησιμοποιείται περισσότερο από κάθε άνθρωπο. Συγκεκριμένα παρατηρείται ότι οι άνθρωποι αναπτύσσουν μία σαφή προτίμηση της μίας πλευράς στο σώμα τους έναντι της άλλης, ενώ υπάρχει μία μικρή εξαίρεση ανθρώπων που χρησιμοποιούν με επιτυχία και χωρίς δυσκολίες και τις δύο πλευρές του σώματος.
Συνήθως σε ηλικία 3-6 ετών τα παιδιά τείνουν να κατασταλάζουν στη προτίμηση για το ποια πλευρά του σώματος (δεξί ή αριστερό μάτι, χέρι, πόδι, αυτί,) είναι η κυρίαρχη πλευρά τους, με μεγαλύτερη ένδειξη το αν τελικά το άτομο είναι αριστερόχειρας ή δεξιόχειρας.
Όμως πληθώρα νευροεπιστημονικών ερευνών που αναδεικνύουν τις ιδιαίτερες λειτουργίες του κάθε Ημισφαιρίου, καταρρίπτουν την αποκλειστική εξειδίκευση του Αριστερού Ημισφαιρίου και προτείνουν μία αλληλοσυμπληρωματική εγκεφαλική εξειδίκευση. Τα δύο ημισφαίρια παρόλο που ποιοτικά επιτελούν διαφορετικές λειτουργίες και έχουν μία σχετική αυτονομία, δε λειτουργούν ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, αλλά παράλληλα.
Το ερώτημα που σταθερά απασχολεί τις νεώτερες έρευνες είναι το πως τα διαφορικά υποσυστήματα του εγκεφάλου λειτουργούν αυτόνομα το καθένα μεν, ενώ ταυτόχρονα αλληλεπιδρούν μεταξύ τους.
Ας δούμε όμως τις βασικές ποιοτικές διαφορές στο τρόπο αντίληψης και λειτουργίας των ανθρώπων ανάλογα με το ποιο απότα δύο Εγκεφαλικά Ημισφαίρια ενεργοποιείται. Οι λειτουργικές διαφορές του Δεξιού και Αριστερού Ημισφαιρίου, πρακτικά εξηγούν γιατί κάποιες φορές αντιλαμβανόμαστε, θυμόμαστε και λειτουργούμε καλύτερα στο κόσμο με συγκεκριμένους τρόπους έναντι κάποιων άλλων.
Πιο συγκεκριμένα: το Αριστερό Ημισφαίριο είναι υπεύθυνο για τη Λογική, Ορθολογική, Χρονική, Διανοητική, Αναλυτική, Ψηφιακή, Γραμμική και Λεκτική Αντίληψη του εαυτού μας και του κόσμου. Σε αντίθεση το Δεξί Ημισφαίριο είναι υπεύθυνο για τη Μη Λεκτική, Μη Ορθολογική, Άχρονη, Συνθετική, Αναλογική, Χωροταξική και Ολιστική Αντίληψη του εαυτού και του κόσμου.
Η γνώση που έχουμε μιλώντας ή ακούγοντας τους άλλους, διαβάζοντας ή γράφοντας, επιχειρηματολογώντας, αναλύοντας λογικά ή χρησιμοποιώντας αριθμούς και γεγονότα, είναι λειτουργίες του Αριστερού Ημισφαιρίου. Αν συστηματικά χρησιμοποιούμε το Αριστερό Ημισφαίριο μας, τότε έχουμε αναπτύξει ιδιαίτερα και είμαστε καλοί στις παραπάνω λειτουργίες.
Από την άλλη πάλι, όταν εκφραζόμαστε δημιουργικά μέσω της τέχνης, της μουσικής, των αισθήσεων και συναισθημάτων μας, όταν χορεύουμε, εκφραζόμαστε με το σώμα μας, κάνουμε έρωτα, όταν διαισθανόμαστε, οραματιζόμαστε, κάνουμε διαλογισμό ή βλέπουμε όνειρα, αυτές είναι λειτουργίες του Δεξιού Ημισφαιρίου.
Εάν το Δεξί Ημισφαίριο μας λοιπόν είναι ποιο συχνά ενεργό στη ζωή μας, τότε έχουμε μία ανεπτυγμένη ικανότητα να αντιλαμβανόμαστε και να προσεγγίζουμε το κόσμο με αυτούς τους τρόπους.
Περισσότερο, οι έρευνες στο φάσμα της αναπτυξιολογίας και νευροψυχολογίας, αποδεικνύουν ότι υπάρχουν τουλάχιστον δύο διαφορετικά είδη μνήμης. Αυτά τα είδη μνήμης έχουν κατηγοριοποιηθεί με διάφορες ορολογίες, όπως ‘δηλωτική ή κατηγορηματική’ μνήμη έναντι ‘άδηλης’ ή ‘διαδικαστικής’ μνήμης/’αυτοβιογραφική’ έναντι ‘αντιληπτικής’ μνήμης/’λεκτική’ έναντι ‘μη λεκτικής’ μνήμης, ‘συνειδητή’ έναντι ‘ασυνείδητης’ μνήμης.
Η δηλωτική μνήμη κάνει χρήση της γλώσσας και μπορεί να την ανασκοπήσει κανείς συνειδητά και να την αφηγηθεί. Τα γεγονότα της προσωπικής μας ιστορίας και οι αφηρημένες έννοιες / ορολογίες που συνθέτουν τη γνώση μας («που γεννήθηκα, πως με λένε, που μένω, τι δουλειά κάνω» κ.τ.λ.) μπορούν να έρθουν εύκολα στη συνείδηση μας μέσω της δηλωτικής μνήμης.
Η δηλωτική ή αλλιώς κατηγορηματική μνήμη αποτελεί λειτουργία του Αριστερού Ημισφαιρίου, το οποίο επεξεργάζεται και διευκολύνει την αποθήκευση δεδομένων ώστε να βγάζουν νόημα όσον αφορά το πλαίσιο που σχετίζεται με το χρόνο (παρόν, παρελθόν, μέλλον), το χώρο (κατευθύνσεις και προσανατολισμό) και την αλληλουχία των γεγονότων. Οι μνήμες που αποθηκεύονται δηλαδή έχουν να κάνουν με το ‘τι έγινε’ και ‘τι ακολούθησε’, το ‘πού’, το ‘πότε’ και το ‘γιατί’ συνέβη κάτι.
Το Δεξί Ημισφαίριο αντίθετα, επεξεργάζεται και αποθηκεύει δεδομένα για τα συναισθήματα μας και τις αντιδράσεις στα συναισθήματα μας. Οι αποθηκευμένες μνήμες στο Δεξί Ημισφαίριο έχουν να κάνουν κυρίως με το ‘πώς’ ήταν οι εμπειρίες μας, το ‘πώς αισθανθήκαμε’ και ‘πως είμαστε’ εκείνη τη στιγμή κ.τ.λ. Στο Δεξί Ημισφαίριο αποθηκεύεται η ‘άδηλη’, ‘διαδικαστική’ ή αλλιώς ‘αντιληπτική’ μνήμη.
Αυτό το είδος μνήμης έχει σε μεγάλο βαθμό να κάνει με την κατάκτηση δεξιοτήτων και προσαρμοστικών αντιδράσεων μέσα από την εμπειρία. Είναι μνήμες άμεσα συνδεδεμένες με τη συμπεριφορά και κατά το μεγαλύτερο μέρος τους είναι υποσυνείδητες, με την έννοια ότι δε μπορούν να συμβολοποιηθούν και να εκφραστούν με συνειδητό τρόπο μέσω της γλώσσας, αλλά έχουν αποθηκευτεί σε κυτταρικό επίπεδο (κυτταρική σωματική μνήμη), άμεσα συνδεδεμένες με το Δεξί Ημισφαίριο.
Αυτό το είδος μνήμης έχει να κάνει με την αντίληψη και την αλληλεπίδραση με το περιβάλλον σχεδόν με αυτόματο ενστικτώδη τρόπο. Τέτοιες μνήμες είναι αυτοματοποιημένες διαδικαστικές μνήμες οι οποίες έχουν αποκτηθεί μέσα από τις σωματικές δραστηριότητες και μας δίνουν τι γνώση όπως π.χ. για το πώς να κάνει κανείς ποδήλατο ή να παίζει ένα μουσικό όργανό.
Η άδηλη μνήμη αφορά επίσης μνήμες πολύτιμες για την επιβίωση μας, όπως το πώς ρυθμίζουμε τις ανάγκες μας για τροφή, θερμότητα, ξεκούραση κ.τ.λ. Ακόμα περισσότερο, η μνήμη αυτή του δεξιού ημισφαιρίου εμπεριέχει σημαντικές πληροφορίες για το πώς αλληλεπιδρούμε με τους άλλους, όπως το πώς να επικοινωνούμε τρυφερότητα ή επιθετικότητα, το πότε και πως νοιώθουμε ασφάλεια ή ανασφάλεια με τους άλλους.
Ακόμα πιο ανεπαίσθητα, αυτή η γνώση μας βοηθά να γνωρίζουμε ?το πώς να είμαστε με τους άλλους? και ?τι απαιτείται από εμάς? στις διάφορες κοινωνικές καταστάσεις, όπως το πώς χαιρετάμε ένα γνωστό μας, πως συμπεριφερόμαστε σε κοινωνικές εκδηλώσεις, πως κάνουμε πλάκα με τους άλλους κτλ.
Οι εκφράσεις του προσώπου, ο τόνος της φωνής μας και η σωματική γλώσσα γενικότερα είναι ένας τρόπος να επικοινωνούμε και να μοιραζόμαστε με τους άλλους τέτοιες σημαντικές πληροφορίες που αφορούν την εσωτερική μας κατάσταση, το πώς αισθανόμαστε δηλαδή. Αυτές οι μνήμες είναι δύσκολο να αναδυθούν συνειδητά και να εκφραστούν με απόλυτες γλωσσικές έννοιες του τύπου «είναι αυτό..». Αντίθετα, είναι ευκολότερο να τις εκφράσουμε με εμπειρικά παραδείγματα «είναι σαν να…».
Το Αριστερό Ημισφαίριο θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι είναι ‘διανοητικό’ γνωρίζει δηλαδή “τί είναι και τί κάνει” το κάθε πράγμα στο κόσμο, ενώ το Δεξί Ημισφαίριο θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε ‘εμπειρικό’ ημισφαίριο καθώς γνωρίζει “το πως είναι” το κάθε πράγμα. Είναι μια λεπτή διαφορά μεταξύ του να έχει γνώση κανείς (αριστερό ημισφαίριο), έναντι του να γνωρίζει κανείς (δεξί ημισφαίριο) {knowledge vs knowing).
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι τα μαθησιακά μοντέλα και δη το εκπαιδευτικό μοντέλο που χρησιμοποιείται στο σχολείο είναι αποκλειστικά βασισμένο στη νοημοσύνη του Αριστερού Ημισφαιρίου. Η γλώσσα και η λογικομαθηματική ικανότητα, είναι αυτές που αξιολογούνται, αναπτύσσονται και επιβραβεύονται.
Υπάρχει ελάχιστο ενδιαφέρον και ενίσχυση για την ανάπτυξη των συναισθηματικών και καλλιτεχνικών δεξιοτήτων του μαθητή, όπως η συναισθηματική νοημοσύνη, η φαντασία, η μουσική, η σωματική έκφραση, η ζωγραφική, η ποίηση κ.α.
Για να εμβαθύνουμε ακόμα περισσότερο στη λειτουργία του Δεξιού Ημισφαιρίου, είναι σημαντικό να λάβουμε υπόψη μας ότι κατά το πρώτο έτος της ζωής μας, που δεν έχει αναπτυχθεί ακόμα η γλώσσα, όλη η αντίληψη και επικοινωνία μας με τους άλλους, γίνεται μέσω των συναισθηματικών αλληλεπιδράσεων (αρχικά με τη μητέρα μας). Αυτή η αντίληψη και επικοινωνία επιτυγχάνεται μέσω της οπτικής επαφής, των εκφράσεων του προσώπου, του ρυθμού, τόνου και ένταση της φωνής και της κίνησης.
Αυτές οι αλληλεπιδράσεις αποθηκεύονται στη μνήμη του Δεξιού Ημισφαιρίου. Στη πορεία με την ανάπτυξη του λόγου (γύρω στο πρώτο έτος), το Αριστερό Ημισφαίριο παρουσιάζει μία ραγδαία ανάπτυξη και η συμβολική λεκτική μνήμη χρησιμοποιείται αυξανόμενα προκειμένου να αποκτήσουμε και να μοιραστούμε τη γνώση μας για τον κόσμο. Έκτοτε, οι δύο αυτοί τρόποι αντίληψης, μνήμης και λειτουργίας στο κόσμο (του Αριστερού και Δεξιού Ημισφαιρίου) δεν αναιρούν απαραίτητα ο ένας τον άλλον, αλλά λειτουργούν παράλληλα και συνδυαστικά.
Επειδή όμως αποτελούν ποιοτικά διαφορετικούς τρόπους προσέγγισης στο κόσμο, είναι δυνατόν να επιτελούν εντελώς διαφορετικά πράγματα ταυτόχρονα και είναι συχνά δύσκολο να μπορεί κανείς να αντιλαμβάνεται και να συνθέτει και τις δύο αυτές εμπειρίες, παρόλο που συνυπάρχουν!
Ένα παράδειγμα για να κατανοήσουμε αυτή τη διαφορά είναι όταν για παράδειγμα κάποιος σε λεκτικό επίπεδο λέει στο συνομιλητή του «Δεν είμαι θυμωμένος!» (Αριστερό Ημισφαίριο), ενώ με το τόνο της φωνής του επικοινωνεί ξεκάθαρα ότι είναι θυμωμένος (Δεξί Ημισφαίριο).
Ένα άλλο παράδειγμα είναι η δυσκολία που συναντάμε όταν προσπαθούμε να βάλουμε σε λέξεις και να βγάλουμε λογικό νόημα σε ένα έντονο όνειρο ή μία καλλιτεχνική έμπνευση όπως ένα ποίημα ή οποιαδήποτε δημιουργική εμπειρία που είχαμε (εμπειρίες που σχετίζονται με το Δεξί Ημισφαίριο).
Είναι αρκετά δύσκολο να το καταφέρουμε αυτό, καθώς αποδίδοντας με λέξεις (Αριστερό Ημισφαίριο) τη συναισθηματική ποιότητα αυτών των εμπειριών (Δεξί Ημισφαίριο) είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα χάσουμε τη μαγεία τους. Επιπλέον είναι πολύ πιθανό να μας προδώσει και η δηλωτική μνήμη μας, π.χ. σε ένα όνειρο, που καθώς προσπαθούμε συνειδητά να το βάλουμε σε λέξεις και να βγάλουμε λογικό νόημα, ξεχνάμε το περιεχόμενο του, ενώ αν παραμείνουμε εστιασμένοι στην αίσθηση του ονείρου, συνεχίζει να μας επηρεάζει η χροιά και το συναίσθημα του.
Το ίδιο παρατηρούμε και από την αντίθετη πλευρά. Αν καταπιαστεί κανείς με μία ερευνητική εργασία ή επιδοθεί σε κάποια επιχειρηματολογία (εμπειρίες που σχετίζονται με το Αριστερό Ημισφαίριο), προκειμένου αυτές να είναι επιτυχημένες, θα πρέπει να μην αφήνουν περιθώριο για καμία ανακρίβεια ή υποκειμενική ερμηνεία (Δεξί Ημισφαίριο), ενώ αντίθετα θα πρέπει να διαθέτουν όσο το δυνατόν περισσότερη ορθολογιστική σκέψη και σαφή αλληλουχία.
Ένα ακόμα παράδειγμα είναι η μουσική εκτέλεση και ερμηνεία ενός μουσικού κομματιού. Κατά το παίξιμο μίας παρτιτούρας μουσικού οργάνου από ένα μουσικό, η ακολουθία των μουσικών νοτών που αναγράφονται στη παρτιτούρα, θέτουν το μουσικό σε λειτουργία του Αριστερού εγκεφαλικού Ημισφαιρίου. Έτσι ο μουσικός αντιλαμβάνεται νοητικά και παράγει μουσικά ένα άρτιο και ξεκάθαρο αποτέλεσμα.
Όταν όμως ερμηνεύει καλλιτεχνικά αυτή τη παρτιτούρα και στο παίξιμο του επιτρέπει να αναδυθεί το συναίσθημα του, τότε η υποκειμενική εμπειρία του τον θέτει σε λειτουργία του Δεξιού Ημισφαιρίου. Όσο παίζει το μουσικό κομμάτι κατά γράμμα από τη παρτιτούρα καταφέρνει ένα άρτιο και ξεκάθαρο αποτέλεσμα (Αριστερό Ημισφαίριο) χάνοντας σε συναισθηματική ερμηνεία (Δεξί Ημισφαίριο).
Σε αντίθεση, όσο ‘αφήνεται’ συναισθηματικά και ενδεχομένως υπερβάλλει όσον αφορά τη συναισθηματική δημιουργική έκφραση του, είναι πολύ πιθανό ότι το κομμάτι θα χάσει κάτι από την άρτια εκτέλεση του (ενδεχομένως να ‘βγει εκτός χρόνου’). Στην εμπειρία της μουσικής λοιπόν συνυπάρχει μία ξεκάθαρη λογική αλληλουχία αποδοσμένη σε νότες, παράλληλα με μία υποκειμενική συναισθηματική ερμηνεία από το καλλιτέχνη. Γι’ αυτό και το αποτέλεσμα στη μουσική μπορεί να γίνει ιδιαίτερα πλούσιο, διεγείροντας ολοκληρωτικά τον εγκέφαλο μας. Κάθε εμπειρία που κάνει χρήση και συνδυάζει και τα δύο ημισφαίρια είναι μία ιδιαίτερα πλούσια εμπειρία.
Καταλήγοντας λοιπόν, οι λειτουργίες των δύο ημισφαιρίων είναι διαφορετικοί αλλά εξίσου πολύτιμοι τρόποι να προσεγγίζουμε τον κόσμο και τη ζωή. Οι διαφορές αυτές συνθέτουν τις ατομικές διαφορές στο πόσο ορθολογιστές ή συναισθηματικοί είμαστε/στο πόσο οργανωμένοι ή ‘χύμα’ είμαστε/στο πόσο επιδέξιοι είμαστε στα γράμματα και τους αριθμούς ή στα αισθήματα και τις σχέσεις.
Είναι σημαντικό να αναπτύσσουμε και να κάνουμε χρήση τόσο του Αριστερού, όσο και του Δεξιού Ημισφαιρίου μας. Αυτό μας επιτρέπει να έχουμε μία ισορροπημένη προσωπικότητα που εμπεριέχει τόσο τη λογική και την αντικειμενική τάξη, όσο και το συναίσθημα και υποκειμενικό χάος.
Ο άνθρωπος που χρησιμοποιεί αποκλειστικά το μυαλό του και παραμελεί το συναίσθημα και την επαφή με το σώμα του, έχει μία μονομερή ζωή, χάνοντας μία πλούσια βιωματική εμπειρία που θα τον έφερνε σε επαφή με τον αυθορμητισμό, τα ένστικτα, τη καλλιτεχνία και δημιουργικότητα του.
Αντίθετα, ένας άνθρωπος που ζει και λειτουργεί κατά κύριο λόγο ?αυθόρμητα και ?καλλιτεχνικά? – έξω από νοητικά πλαίσια και λογικούς κανόνες, συχνά αδυνατεί να οργανώσει τις εμπειρίες του σε μία τάξη (όπως προϋποθέτει και ο οργανωμένος λόγος) και χάνει έτσι μία αντίστοιχα πολύτιμη εμπειρία ακεραιότητας του εαυτού του και του κόσμου.
Αν θέλουμε λοιπόν να εμπλουτίσουμε περισσότερο τη ζωή μας (το τρόπο που αντιλαμβανόμαστε και αλληλεπιδρούμε με το κόσμο), έχουμε πάντα τη δυνατότητα να εξασκηθούμε σε κάτι που μας είναι λιγότερο οικείο, ή κοινώς, δεν είναι το δυνατό μας σημείο. Ένας άνθρωπος που χρησιμοποιεί ευρέως το Δεξί Ημισφαίριο του, μπορεί να εξασκήσει το Αριστερό του Ημισφαίριο με το το να λύνει μαθηματικές ασκήσεις, να γράφει εκθέσεις ή να διαβάζει επιστημονικά βιβλία.
Ένας άνθρωπος πάλι που χρησιμοποιεί ευρέως το Αριστερό του Ημισφαίριο, μπορεί να εξασκήσει το Δεξί Ημισφαίριο του με το να βάλει στη ζωή του το χορό, τη ζωγραφική ή όποια άλλη δημιουργική δραστηριότητα. Το να δοκιμάζουμε κάτι που μας φαίνεται δύσκολο είναι πάντα μία ευκαιρία για εποικοδομητική αλλαγή και ανάπτυξη των δυνατοτήτων μας, οι οποίες πραγματικά είναι ανεξάντλητες.
Γράφει η ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια Κορδόση Αλεξάνδρα