Η υιοθέτηση τεχνικών χαλάρωσης μειώνει την μελλοντική χρήση υπηρεσιών υγείας
Μια μελέτη από το Γενικό νοσοκομείο της Μασαχουσέτης αποκαλύπτει πως μια θεραπεία για τον νου και το σώμα μπορεί να συμβάλει στη μείωση του κόστους υγειονομικής περίθαλψης.
Πολλές μελέτες έχουν δείξει ότι η πρόκληση της αντίδρασης της χαλάρωσης, δηλαδή μιας φυσιολογικής κατάστασης βαθιάς ανάπαυσης που προκαλείται από πρακτικές όπως ο διαλογισμός, η γιόγκα και η προσευχή, όχι μόνο ανακουφίζει από τα συναισθήματα του στρες και του άγχους, αλλά επηρεάζει επίσης φυσιολογικούς παράγοντες όπως η αρτηριακή πίεση, ο καρδιακός ρυθμός και η κατανάλωση οξυγόνου.
Μια μελέτη από το Ινστιτούτο Αξιολόγησης της Τεχνολογίας και το Ινστιτούτο Μπένσον-Χένρι για τη Θεραπεία Νου και Σώματος τα οποία ανήκουν στο Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης, διαπίστωσε ότι τα άτομα που συμμετείχαν σε ένα πρόγραμμα εστιασμένο στην αντίδραση της χαλάρωσης χρησιμοποίησαν λιγότερες υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης το έτος μετά τη συμμετοχή τους σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Η έκθεση δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ανοικτής πρόσβασης «PLOS ONE».
Ο δρ James E. Stahl από το Ινστιτούτο Αξιολόγησης της Τεχνολογίας και επικεφαλής της μελέτης, δηλώνει τα εξής: «Η αρχική διαπίστωση της μελέτης μας είναι ότι τα προγράμματα που μαθαίνουν στους ασθενείς να εφαρμόζουν την αντίδραση της χαλάρωσης – ειδικά εκείνα που διδάσκονται στο Ινστιτούτο Μπένσον-Χένρι – μπορούν επίσης να μειώσουν σε μεγάλο βαθμό τη χρήση υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης. Αυτά τα προγράμματα ενισχύουν την ευεξία και σε ένα περιβάλλον περιορισμένων πόρων υγειονομικής περίθαλψης, θα μπορούσαν δυνητικά να ελαφρύνουν το βάρος των συστημάτων υγείας με ελάχιστο κόστος και χωρίς πραγματικό κίνδυνο». Πρώην συνεργάτης του Ινστιτούτου Μπένσον-Χένρι, ο Stahl εργάζεται πλέον στο Ιατρικό Κέντρο Ντάρτμουθ-Χίτσκοκ.
Η αντίδραση της χαλάρωσης περιγράφηκε για πρώτη φορά τουλάχιστον 40 χρόνια πριν από τον δρα Herbert Benson, ιδρυτή και επίτιμο διευθυντή του Ινστιτούτου Μπένσον-Χένρι και συνεργάτη συγγραφέα της παρούσας μελέτης. Η φυσική αντίθεση της αντίδρασης μάχης ή φυγής, δηλαδή η αντίδραση της χαλάρωσης που προκαλείται από πρακτικές όπως ο διαλογισμός, η βαθιά αναπνοή και η προσευχή, έχει αποδειχτεί ότι είναι χρήσιμη στη θεραπεία αγχωδών διαταραχών που κυμαίνονται από το στρες μέχρι την υπέρταση. Οι συγγραφείς της εργασίας σημειώνουν ότι το στρες που σχετίζεται με ασθένειες όπως το άγχος και την κατάθλιψη αποτελεί την τρίτη μεγαλύτερη αιτία δαπανών στον τομέα της υγείας στις ΗΠΑ μετά τις καρδιαγγειακές παθήσεις και τον καρκίνο που επίσης επηρεάζονται από το στρες.
Προκειμένου να αναλύσουν τις πιθανές επιπτώσεις των παρεμβάσεων στον νου και το σώμα, όπως η αντίδραση της χαλάρωσης, όσον αφορά τη χρήση τους στις υπηρεσίες υγείας, οι ερευνητές εξέτασαν τις πληροφορίες που διατίθενται μέσω του Αρχείου Δεδομένων Έρευνας των Ασθενών, ένα σύστημα που περιλαμβάνει το Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης, το Νοσοκομείο Μπρίγκχαμ, το Νοσοκομείο Γυναικών και άλλα στην περιοχή της Βοστόνης.
Μέσω του Αρχείου Δεδομένων Έρευνας των Ασθενών – το οποίο δίνει αποχαρακτηρισμένες πληροφορίες για τις κλινικές υπηρεσίες που παρέχονται στο πλαίσιο του συστήματος Συνεργατών – η ερευνητική ομάδα συγκέντρωσε δεδομένα σχετικά με τα άτομα που συμμετείχαν στο Πρόγραμμα Αντίδρασης της Χαλάρωσης του Ινστιτούτου Μπένσον-Χένρι (3RP) από το 2006 ως το 2014. Το πρόγραμμα συνδυάζει την πρόκληση της αντίδρασης της χαλάρωσης με την κοινωνική υποστήριξη, την κατάρτιση γνωστικών δεξιοτήτων και τη θετική ψυχολογία που αποσκοπούν στην ανάπτυξη της προσαρμοστικότητας.
Τα δεδομένα που αφορούσαν τη χρήση των υπηρεσιών του συστήματος Συνεργατών από περισσότερους από 4.400 συμμετέχοντες στο πρόγραμμα 3RP κατά τα έτη πριν και μετά τη συμμετοχή τους συγκρίθηκαν με πληροφορίες από μια δημογραφικά αντίστοιχη ομάδα ελέγχου με σχεδόν 13.150 ασθενείς σε μια ανάλογη χρονική περίοδο 2 ετών. Για να αντιμετωπιστεί η πιθανότητα οι συμμετέχοντες στο πρόγραμμα 3RP να ήταν πιο συχνοί χρήστες των υπηρεσιών υγείας το έτος πριν από τη συμμετοχή τους, οι ερευνητές συνέκριναν επίσης μια υποομάδα με σχεδόν 1.200 συμμετέχοντες στο πρόγραμμα 3RP όπου αποκλείονταν τα άτομα με τα υψηλότερα επίπεδα χρήσης με μια υποομάδα ελέγχου 222 ατόμων των οποίων η αρχική χρήση των υπηρεσιών υγείας ταίριαζε ακριβώς με εκείνη των συμμετεχόντων στο πρόγραμμα 3RP κατά το πρώτο έτος της μελέτης.
Με βάση το ποσοστό χρήσης των υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης κατά την περίοδο της μελέτης – η οποία περιελάμβανε παροχές υγειονομικής περίθαλψης οποιουδήποτε είδους, όπως απεικονιστικές μεθόδους, εργαστηριακές εξετάσεις και διαδικασίες – οι συμμετέχοντες στο πρόγραμμα 3RP παρουσίασαν μια μέση μείωση κατά 43% στη χρήση τους το έτος μετά τη συμμετοχή τους. Η ομάδα ελέγχου παρουσίασε μια γενική αλλά όχι στατιστικά σημαντική αύξηση της χρήσης των υπηρεσιών κατά το δεύτερο έτος. Η χρήση των συμμετεχόντων στην υποομάδα με το πρόγραμμα 3RP εμφάνισε μείωση της τάξης του 25% σε όλες τις ιατρικές υπηρεσίες.
Τα μέρη στα οποία η συμμετοχή στο πρόγραμμα 3RP είχε ως αποτέλεσμα μεγαλύτερη μείωση της χρήσης των υπηρεσιών υγείας ήταν το νευρικό, το καρδιαγγειακό, το μυοσκελετικό και το γαστρεντερικό σύστημα. Οι ερευνητές εκτιμούν ότι με τη συμμετοχή σε προγράμματα όπως το 3RP θα γίνει μείωση του κόστους μέσα σε ένα χρονικό διάστημα από 4 ως 6 μήνες ή και λιγότερο.
Ο Stahl τονίζει ότι τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής θα πρέπει να επικυρωθούν από μια προοπτική μελέτη που θα διερευνήσει επίσης το πού και το πότε είναι καλύτερο να χρησιμοποιούνται οι παρεμβάσεις νου και σώματος, όπως το πρόγραμμα 3RP του Ινστιτούτου Μπένσον-Χένρι. Και συμπληρώνει: «Σκέφτομαι με αυτό τον τρόπο διότι υπάρχουν πολλές μέθοδοι που οδηγούν στην ευεξία, αλλά δεν είναι όλοι οι άνθρωποι έτοιμοι να εφαρμόσουν μια συγκεκριμένη μέθοδο σε μια δεδομένη στιγμή.
Από την άποψη της δημόσιας υγείας, είναι καλύτερο να είμαστε έτοιμοι να προσφέρουμε τη συγκεκριμένη βοήθεια στους ανθρώπους παρά να περιμένουμε από αυτούς να αναζητήσουν τις παρεμβάσεις. Έτσι λοιπόν, θεωρούμε ότι οι παρεμβάσεις νου και σώματος – οι οποίες είναι χαμηλού κόστους αλλά και ακίνδυνες – θα πρέπει ίσως να ενσωματωθούν σε μια μέθοδο πρόληψης».
Ο Benson προσθέτει: «Από την αρχή ο βασικός στόχος μας ήταν να ενισχύσουμε την υγεία και την ευημερία των ανθρώπων εξουδετερώνοντας τις βλαβερές επιπτώσεις του στρες και προσφέροντας ανακούφιση από πολλές ασθένειες οι οποίες προκαλούνται ή επιδεινώνονται από το στρες. Η πρόκληση πλέον είναι να διαδοθούν αυτά τα ευρήματα, τα οποία πιστεύουμε ότι θα προκαλέσουν μεγάλο ενδιαφέρον στους φορείς υγειονομικής περίθαλψης και τους φορείς χάραξης πολιτικής». Ο Benson είναι καθηγητής στον Τομέα Νου / Σώματος στην Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ και ο Stahl είναι αναπληρωτής καθηγητής στην Ιατρική Σχολή Γκίζελ του Ιατρικού Κέντρου Ντάρτμουθ-Χίτσκοκ.