Το σώμα μας: ‘Το δεύτερο μας στόμα’
Για όλες εκείνες τις φορές που κάποιος θέλησε να εκφράσει το συναίσθημά του και δεν το έκανε αρκούσε να μετρήσει πόσα “στόματα” του έχει δώσει η φύση και τότε θα καταλάβαινε πόσο σημαντικό ήταν αυτό που ήθελε να πει…
Δεν είναι λίγες οι φορές που οι άνθρωποι δεν εκφράζουν την συναισθηματική τους κατάσταση. Ίσως ο κόσμος είναι επικριτικός ή ίσως ο ψυχισμός του καθενός είναι ένα πολύτιμο δώρο το οποίο χρειάζεται προσοχή σε ποιον το αποκαλύπτεις. Όπως με όλα τα δώρα που δεν κάναμε, όμως, με το πέρασμα του χρόνου, καταντούν να γίνουν η λυπηρή υπενθύμιση της ευκαιρίας που χάσαμε… Η ίδια πηγή που θα μπορούσε να γεμίσει κάποιον χαρά καταλήγει μία πληγή που με την “ασχήμια” της τον κάνει να τη σπρώχνει όλο και πιο βαθιά, μακριά από τα μάτια των άλλων. Γιατί δεν το έκανε, όμως; Γιατί δεν εξωτερίκευσε το συναίσθημά του είτε προς το σωστό αντικείμενο είτε προς κάποιο άλλο; Γιατί σιώπησε;
Το γιατί, ίσως, κρύβεται στη φτωχότητα των διαθέσιμων μέσων και όχι σε κάποιον αυτοεπιβαλλόμενο περιορισμό. Βλέπετε, από μικροί διδασκόμαστε την καθαρότητα του λόγου. Αυτή την “απελευθερωτική” καθαρότητα όπου – χωρίς φόβο και πάθος – επικοινωνούν, οι άνθρωποι, μεταξύ τους. Ποιο είναι, όμως, το κακό που η καθαρότητα φέρει; Μα φυσικά, τον φόβο ότι το συναίσθημα ρυπαίνει· “μολύνει” την ψυχή που αγγίζει αποκαλύπτοντας την αδυναμία του ανθρώπου να το συγκρατήσει. Εν ολίγοις, υπενθυμίζει σε όλους ότι είμαστε μεμπτοί και φθαρτοί.
Στην αρχή αυτής την ενοχοποίησης, η λεκτική επικοινωνία, επικράτησε δηλώνοντας υποδόρια ότι οι άνθρωποι οφείλουν να είναι εγκρατείς και λογικά ώριμοι και να μην ενδίδουν στα πάθη της φύσης τους. Κατέληξε να είναι η κυρίαρχη μορφή έκφρασης ακόμα και όταν δεν είναι η καταλληλότερη να διατυπώσει την πολυπλοκότητα ενός συναισθηματικού οργανισμού. Οι λέξεις, κατέληξαν να είναι ο έξυπνος τρόπος των ανθρώπων να μονώσουν όσο το δυνατόν περισσότερο το συναίσθημα.
Που πηγαίνει, λοιπόν, όλη αυτή η εκδραμάτιση που τις συνοδεύει όταν κάποιος αντιστέκεται στο να την εκφράσει;
Η ψυχική επένδυση και ο συναισθηματικός μορφασμός που του αρνούμαστε να βγει στην επιφάνεια;
Για να μπορέσει να απαντηθεί το παραπάνω σκεφτείτε ότι ο ανθρώπινος ψυχισμός έχει – πλην του εξωτερικού και αντικειμενικού επιπέδου – ένα δεύτερο· ενδόμυχο και υποκειμενικό. Σε αυτό, κάθε σημαντικό πρόσωπο της ζωής μας είναι αποθηκευμένο, στο “εσωτερικό μας ευρετήριο”, μαζί με τις ιδιότητες που του έχουμε αποδώσει. Ενίοτε μπορεί να νιώσουμε θυμό, άγχος ή θλίψη με κάποιο από αυτά τα πρόσωπα όμως, ακριβώς επειδή οι εσωτερικές αναπαραστάσεις τους είναι τόσο σημαντικές, για εμάς, και φοβόμαστε ότι θα τις βλάψουμε, ανεπανόρθωτα, δεν το επικοινωνούμε. Ανταυτού στρέφουμε την σφοδρότητα των συναισθημάτων μας κατά του εαυτού μας που τόλμησε να τα νιώσει και του επιτιθόμαστε… Αυτός ο φόβος, λοιπόν, είναι που σπρώχνει κάποιον να καταπιεί το θυμό του, να παρακρατήσει το άγχος και να παγιδεύσει τη θλίψη στο κορμί του. Και το “δώρο” αυτής της ακραιφνούς λογικής, στην οποία το συναίσθημα αντιμετωπίζεται ως η ύπατη μορφή βίας, είναι τα αυτοάνοσα νοσήματα.
Τα αυτοάνοσα νοσήματα, είναι το αποτέλεσμα της σιωπής και το γέννημα μίας ενοχοποιημένης πεποίθησης ότι το συναίσθημα βλάπτει. Πάνω απ’ όλα, όμως, είναι η υπενθύμιση ότι οι ίδιοι δεν υπάρχουμε καλοί ακροατές του εαυτού μας. Ότι οι ίδιοι αγνοούμε κάποιον που μιλάει – εμάς – και τώρα αυτός ο κάποιος βρίσκει έναν άλλο τρόπο να μας κάνει αισθητή την παρουσία του… Το δεύτερό μας στόμα. Όταν, λοιπόν, σιωπούμε, το σώμα μας, γίνεται ο καμβάς πάνω στον οποία ζωγραφίζεται το συναίσθημά μας. Το αποτέλεσμα είναι νοσηρό γιατί είναι νοτισμένο με την ενοχή του ότι νιώσαμε αλλά και με την εκδίκηση που παίρνουμε από τον εαυτό μας γιατί σκεφτήκαμε να αντεπιτιθούμε σε αυτούς που μας πλήγωσαν.
Πως θα ήταν, εξάλλου, δυνατόν να μην κατηγορήσει κάποιος τον εαυτό του όταν δεν ανταποκρίνεται στα ιδανικά τα οποία στήθηκαν για εκείνον; Όταν οι προσωπικοί του κανόνες συγκρούονται με μία ατσαλάκωτη εικόνα που άλλοι επέλεξαν για εκείνον; Θυμίζει πολύ την προσπάθεια κάποιου να βγει από ένα ασφυκτικά, στενό, κοστούμι το οποίο δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να κηλιδωθεί από τη δυσφορία εκείνου που το φοράει. Βέβαια, ο μόνος τρόπος για να συμβεί αυτό, είναι εκείνος που το φοράει να ισχναίνει όλο και πιο πολύ, απαγορεύοντας στον ίδιο να αναπτυχθεί. Να δίνει χώρο στο κοστούμι αντί στον εαυτό του. Τι συμβαίνει, όμως, στην περίπτωση που ακόμα και το σώμα αρνείται να εκφραστεί;
Σε αυτή την περίπτωση το πιο συνειδητό κομμάτι του εαυτού αναλαμβάνει να το κάνει μέσα από την αυτοχάραξη (self-cuting). Η πράξη αυτή – πλην της νοσηρότητας που κουβαλά – είναι η επανάσταση στο ναρκισσιστικό στοιχείο της κατάθλιψης, του θυμού και του άγχους που διέπει έναν οργανισμό ο οποίος δε δέχεται να το νιώσει. Το σώμα αρνείται να σωματοποιήσει το σύμπτωμα κ έτσι ο ίδιος ο άνθρωπος του το επιβάλει.
Τα αυτοάνοσα νοσήματα, λοιπόν, είναι η υπενθύμιση ότι κάτι δυσφορεί μέσα μας, κάτι καταπιέζεται. Και όπως ένας ηθοποιός, με έτοιμο κείμενο, διψά να εκδραματίσει τα λόγια του και να γίνει γνωστός στο κοινό του έτσι και εκείνα δίνουν την παράστασή τους εις βάρος της υγείας μας.
Στην πραγματικότητα, η επικοινωνία του αυθεντικού συναισθήματος είναι πράξη αγάπης προς τον εαυτό μας αλλά και πράξη ρεαλισμού που καθιστά τις σχέσεις περισσότερο αληθινές. Κλείνοντας ας θυμόμαστε το εξής…
Το θάρρος του συναισθήματος είναι ψυχικό ίαμα αλλά και ο φόβος της κάθε λογικής που παλεύει να καταστείλει την ομορφιά μιας ανθρώπινης ψυχής που τσαλακώνεται…
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΙΑΚΩΒΟΣ ΣΙΑΝΟΥΔΗΣ
Bsc, ψυχοθεραπευτής|